- αμφίκομος
- ἀμφίκομος, -ον (Α)1. αυτός που έχει μαλλιά ολόγυρα2. αυτός που έχει πυκνό φύλλωμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι-* + -κομος < κόμη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμφίκομος — with hair all round masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφικόμους — ἀμφίκομος with hair all round masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφικόμῳ — ἀμφίκομος with hair all round masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφίκομα — ἀμφίκομος with hair all round neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφίκομοι — ἀμφίκομος with hair all round masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek
κόμη — η (AM κόμη) 1. οι τρίχες τού κεφαλιού, τα μαλλιά (α. «και με την κόμη είχανε βγει λυτή» β. «κόμη δι αὔρας ἀκτένιστος ᾄσσεται», Σοφ.) 2. το σύνολο τών φυλλοφόρων διακλαδώσεων τών βλαστών νεοελλ. 1. φυσ. είδος γεωμετρικής εκτροπής που υφίστανται οι … Dictionary of Greek